αλογόνα

αλογόνα
Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους απαντώνται μόνο ενωμένα κυρίως με τη μορφή αλάτων. Στον στερεό φλοιό της Γης, σε μεγαλύτερη αναλογία απαντάται το φθόριο και, κατόπιν, το χλώριο, το βρώμιο και το ιώδιο. Το άστατο αποτελείται από ραδιενεργά ισότοπα γι’ αυτό και δεν βρίσκεται στον στερεό φλοιό της Γης. Η ατομική τους ακτίνα αυξάνεται από πάνω προς τα κάτω σύμφωνα με τη θέση τους στον περιοδικό πίνακα και ακριβώς ανάποδα αυξάνεται η δραστικότητά τους. Το φθόριο, που είναι το πιο ηλεκτραρνητικό στοιχείο στη φύση, είναι και το πιο δραστικό, με ιδιότητες που διαφέρουν από αυτές των υπολοίπων. Από τα άλατα που σχηματίζουν, το πιο διαδεδομένο είναι το χλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι), ενώ γνωστά είναι και τα άλατα του φθορίου που χρησιμοποιούνται για την υγιεινή των δοντιών.
* * *
τα Χημ.
τα στοιχεία της ομάδας VIIa τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή το φθόριο (F), το χλώριο (CI), το βρώμιο (Br), το ιώδιο (Ι) και το άστατο ή αστάτιο (At).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλογόνα — τα (χημ.), περιληπτική ονομασία των στοιχείων φθορίου, χλωρίου, βρόμιου, ιωδίου και άστατου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • τελλούριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι-Λουσάκ, Ζοζέφ Λουί — (Joseph Louis Gay Lussac, Σεν Λεονάρ 1778 – Παρίσι 1850). Γάλλος χημικός και φυσικός. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, όπου το 1809 έγινε καθηγητής της χημείας· συγχρόνως ανέλαβε την έδρα της φυσικής στη Σορβόνη. Οι εργασίες του Γ. Λ …   Dictionary of Greek

  • ίνδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο In. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 49, ατομική μάζα 114,82 και δύο σταθερά ισότοπα. Ανακαλύφθηκε το 1863 από τους Ρίχτερ και Ράιχ σε μείγματα. To ί. λαμβάνεται με ηλεκτρόλυση των… …   Dictionary of Greek

  • αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… …   Dictionary of Greek

  • αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • αλογονάνθρακες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από άνθρακα και ένα ή περισσότερα αλογόνα (βρώμιο, χλώριο, φθόριο, ιώδιο) …   Dictionary of Greek

  • αλογονίδια — Ονομασία των ενώσεων των αλογόνων με άλλα στοιχεία· οργανικές χημικές ενώσεις του τύπου RXn, όπου R οργανική ρίζα ακόρεστη ή κορεσμένη, απλή ή σύνθετη, Χ το αλογόνο και n ο ακέραιος αριθμός. Τα α. ανάλογα με το είδος της ρίζας διακρίνονται σε… …   Dictionary of Greek

  • αλογόνωση — η Χημ. η χημική διαδικασία κατά την οποία κατεργάζεται ή ενώνεται μια ουσία με ένα αλογόνο (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο ή αστάτιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλογόνα* + κατάλ. ωση*. Απόδοση στα Ελλληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halogenation] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”